κακοπάρθενος

κακοπάρθενος
κᾰκο-πάρθενος, ,
A accursed maiden, Sch.E.Hec.612.
II Adj. unbecoming a maid,

Μοῖρα AP7.468

(Mel.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κακοπάρθενος — κακοπάρθενος, ἡ (Α) 1. άτυχη, καταραμένη παρθένος 2. ως επίθ. απρεπής, ανάρμοστη, ολέθρια για κόρη («κακοπάρθενος Μοῑρα» ανάρμοστη, ολέθρια για μια παρθένο Μοίρα, Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + παρθένος] …   Dictionary of Greek

  • κακοπάρθενε — κακοπάρθενος accursed maiden masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθένος — (Αστρον.). Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, στον οποίο ο Ήλιος παραμένει από τις 24 Αυγούστου μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ ακόμα βρίσκεται στο ζώδιο του Ζυγού. Ο αστερισμός της Π. επεκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού. Στο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”